-
1 τεκτόν-αρχος
τεκτόν-αρχος, = ἀρχιτέκτων, Soph. frg. 170, τεκτόναρχος Μοῠσα, bei Poll. 7, 117.
См. также в других словарях:
τεκτόναρχος — ον, Α αρχιτέκτων, δημιουργός («τεκτόναρχος Μοῡσα», Σοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, ονος + αρχος*] … Dictionary of Greek